- πυρριχιστικός
- πυρριχ-ιστικός, ή, όν,A of or like a πυρριχιστής, Poll.4.73.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρριχιστικός — ή, όν, Α [πυρριχιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πυρριχιστή … Dictionary of Greek
πυρριχιστικόν — πυρριχιστικός of masc acc sg πυρριχιστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)